- πολισσόος
- πολισσόος, ον, ([etym.] σῴζω)A guarding a city or cities, h.Mart.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολισσόος — ον, Α αυτός που φυλάγει πόλη ή πόλεις, προστάτης πόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + σσόος (< σόος, επ. τ. τού επιθ. σῶος «ασφαλής, υγιής»), πρβλ. νηο (σ)σόος, ξενο σσόος. Τα συνθ. αυτού τού τύπου έχουν δεχθεί την επίδραση τών συνθ. σε σόος (<… … Dictionary of Greek
πολισσόε — πολισσόος guarding a city masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Police — For other uses, see Police (disambiguation). Department of Police redirects here. For other uses, see Department of Police (disambiguation) … Wikipedia
πολισσονόμος — ον, Α 1. αυτός που κυβερνά πόλη 2. φρ. «πολισσονόμος βιοτά» ο πολιτικός και κοινωνικός βίος (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. < πόλις + νόμος*. Η μορφή τού α συνθετικού πολισσο (πρβλ. πολισσ ούχος) είναι πιθ. αναλογική προς το συνθ.… … Dictionary of Greek
πολισσούχος — ον, ΜΑ μσν. πολίτης αρχ. 1. πολιούχος («ὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί», Αισχύλ.) 2. αυτός που κατοικεί σε πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο δυσερμήνευτος τ. πολισσοῦχος είναι πιθ. ποιητ. αντί τού πολιοῦχος και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς το… … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek